- κηληθμός
- κηληθμός, ὁ (Α)καταγοήτευση, ηδονή, τέρψη («κηληθμῷ δ' ἔσχοντο κατά μέγαρα», Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κηλῶ + επίθημα -ηθμός (πρβλ. ελκ-ηθμός, ορχ-ηθμός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Κηληθμός — rapture masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηληθμός — rapture masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κηληθμῷ — Κηληθμός rapture masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηληθμῷ — κηληθμός rapture masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κηληθμόν — Κηληθμός rapture masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηληθμόν — κηληθμός rapture masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-θμος — επίθημα που εμφανίζεται σε αρκετές λ. τής Αρχαίας, από τις οποίες μερικές μαρτυρούνται και στη Νέα Ελληνική. Προήλθε από τον συνδυασμό τού επιθήματος mo ( μο ) που δηλώνει ενέργεια, με την παρέκταση dh ( θ ) που απαντά και σε άλλα επιθήματα (πρβλ … Dictionary of Greek
κηλώ — (I) κηλῶ, έω (Α) 1. μαγεύω, τέρπω, θέλγω, κυρίως με μουσική (α. «λόγοις τε καὶ ᾠδαῑς μὴ κηλεῑν ἀλλ ἐξαγριαίνειν πολλὴ ἀμουσία», Πλάτ. β. «κηλούμενος παρὰ ταῑς Σειρῆσιν», Αριστοτ.) 2. παθ. κηλοῡμαι, έομαι προσελκύομαι, μαγεύομαι (α. «ὑπὸ δώρων… … Dictionary of Greek
kēl-, kōl-, kǝl- — kēl , kōl , kǝl English meaning: to deceive, enthrall, etc.. Deutsche Übersetzung: “betören, vorspiegeln, schmeicheln, betrũgen” Material: Gk. Att. κηλέω (Proto Gk. η) “ enchant, betören”, κηληθμός “ enthrallment “, κηληδόνες pl … Proto-Indo-European etymological dictionary